Lady Bird.

Κριτική

Lady Bird (ΗΠΑ, 2017)*

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Γκρέτα Γκέργουικ.

Πρωταγωνιστούν: Σίρσα Ρόναν, Λόρι Μέτκαλφ, Τρέισι Λετς.

      

Η Κρίστιν είναι ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι που ζει με την οικογένεια της στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια. Στο σχολείο, στις παρέες και στο σπίτι απαντάει στο όνομα LadyBird. Κι αυτό δεν είναι ένα ακόμα παρατσούκλι, αλλά ένα συνειδητά επιλεγμένο από εκείνη alterego,  μια ταυτότητα αντιπροσωπευτική της προσωπικότητας της και του αισθήματος του “ανήκειν”. Τα όνειρα, ο κόσμος της, το βλέμμα της στη ζωή είναι  δικά της, αυτόνομες δημιουργίες ενός ανεξάρτητου πλάσματος, της LadyBird.  Το καθολικό  σχολείο, στο οποίο φοιτά,  είναι ο χώρος όπου η έφηβη LadyBirdβρίσκει πεδίο δημιουργίας μέσω της τέχνης του θεάτρου, συνδέεται με καλούς φίλους και γνωρίζει τους εφηβικούς έρωτες, αλλά και τις απογοητεύσεις που κρύβουν στη “στροφή”. Η LadyBirdδεν εφησυχάζει, και παρά τη δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία βλέπουμε να περιέρχεται η οικογένειά της, τολμάει να διεκδικήσει τα όνειρα της, για να φύγει από την πόλη της όπου νιώθει να ασφυκτιά και να σπουδάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο της Ν.Υόρκης.

Η Γκρέτα Γκέργουικ στην πρώτη εξολοκλήρου δική της ταινία (το 2008 είχε σκηνοθετήσει με τον Τζόι Σουόνμπεργκ το Nights and Weekends, αλλά και το 2012 είχε συνεργαστεί με τον Νόουα Μπόμάτκ  στη συγγραφή του σεναρίου της αξέχαστης Frances Ha) γράφει και  σκηνοθετεί μια ταινία με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και αναφορές στη δική της ζωή και, καταφέρνει να αφηγηθεί μια ιστορία που ξεπερνάει την αυτοαναφορικότητα και αναδεικνύει με γλυκύτητα και απλότητα την πολυπλοκότητα του συναισθηματικού κόσμου στην εφηβεία. Η επιτυχία της Γκέργουικ δεν οφείλεται όμως μόνο σε αυτή την ειλικρινή αναδρομή σε εκείνη την διαδρομή προς την ενηλικίωση, αλλά, κυρίως, στο γεγονός πως «κεντάει» σεναριακά και μας παραδίδει ένα ολοκληρωμένο κόσμο γύρω από το κορίτσι, εστιάζοντας, με σαφείς αναφορές, στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που έχει, καθώς και στη δυναμική της οικογένειας της. Στο επίκεντρο βρίσκεται η σχέση της Lady Bird με τη μητέρα της, μια σχέση συγκρούσεων και, ταυτόχρονα, βαθιάς τρυφερότητας. Η Γκέργουικ δεν αφήνει κανέναν χαρακτήρα να αποδοθεί μονοδιάστατα, ως καρικατούρα ενός προφανούς αντιπροσωπευτικού αναγνωριστικού. Χωρίς φλυαρία και χωρίς τάσεις προς τον διδακτισμό, επιτρέπει να αναδυθεί το παρελθόν και η πολυπλοκότητα των προσώπων με μια λέξη, μια φράση ή ακόμα και με τη σιωπή, κάτι που δεν θα γινόταν από μόνο του, χωρίς δηλαδή τη σύμπραξη του εξαιρετικού καστ.

Είναι αξιοσημείωτο πως η ταινία έχει ήδη μια επιτυχημένη διαδρομή στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά  βραβεία κινηματογράφου (Βραβεία Γκόθαμ, Χρυσές Σφαίρες, Εθνικής Ένωσης Κριτικών των ΗΠΑ)  και είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ της Ακαδημίας Κινηματογράφου, ανάμεσα σε αυτά,  εκείνα της Καλύτερης Σκηνοθεσίας, της Καλύτερης Ταινίας και του Α’ Γυναικείου Ρόλου για την πρωταγωνίστρια Σίρσα Ρόναν στο ρόλο της Lady Bird.

Προς το τέλος της ταινίας η πρώτη μεγάλη κατάκτηση για την Lady Bird έχει επιτευχθεί. Το μέλλον της ανήκει. Και καθώς βρίσκεται μακριά πια από το Σακραμέντο, τόπο της άνθησης και της «φυλακής» της μαζί, βλέπουμε το πρόσωπο της να λέει: «Να με φωνάζεις με το όνομα μου. Κριστίν!».

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε  στην αρχική του μορφή την Πέμπτη 01/03/2018 στην ιστοσελίδα του Φιλμ Νουάρ. 

Σχολιάστε